- γνέθω
- γνέθω, έγνεσα βλ. πίν. 37
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
γνέθω — και νέθω μεταβάλλω μαλλί, μπαμπάκι, λινάρι κ.λπ. σε νήμα, κλώθω. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. γνέθω σχηματίστηκε με συμφυρμό τών νέω και νήθω το γ είναι προθετικό σε λέξεις που αρχίζουν από ν (πρβλ. νεύω γνεύω)] … Dictionary of Greek
γνέθω — έγνεσα, γνεσμένος, μετατρέπω σε κλωστή το μαλλί ή το βαμβάκι, κλώθω: Οι χωριατοπούλες έγνεθαν μαλλί … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
νέω — (I) νέω (Α) 1. πλέω, κολυμπώ 2. μτφ. (για υπόδημα) είμαι δυσανάλογα μεγάλος («ἔνεον ἐν ταῑς ἐμβάσιν», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. νέω < *νέfω συνδέεται με το ρ. νήχω*, αλλά εμφανίζει θέμα με ε , πιθ. αναλογικά προς το πλέω / ἔπλευσα. Μερικοί… … Dictionary of Greek
επινέω — (I) ἐπινέω (Α) 1. γνέθω 2. (για τις Μοίρες) προκαθορίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + νέω (I) «γνέθω»]. (II) ἐπινέω (Α) 1. συσσωρεύω, συγκεντρώνω 2. επισωρεύω, φορτώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + νέω (II) «συσσωρεύω»]. (III) ἐπινέω (Α) επιπλέω, κολυμπώ. [ΕΤΥΜΟΛ … Dictionary of Greek
κατανέω — (I) κατανέω (Α) συσσωρεύω, στοιβάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + νέω «συσσωρεύω»]. (II) κατανέω (Α) (Ησύχ.) γνέθω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + νέω «γνέθω»] … Dictionary of Greek
νέθω — 1. γνέθω, κλώθω 2. παροιμ. «νέθει, νέθ η παπαδιά κι ο παπάς ξεβράκωτος» λέγεται για άτομα οκνηρά και ανίκανα για κάποιο έργο. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. σχηματίστηκε με συμφυρμό τών λ. νέω και νήθω (πρβλ. γνέθω)] … Dictionary of Greek
νεύρο — το (ΑΜ νεῡρον) 1. συν. στον πληθ. τα νεύρα βιολ. όργανα υπό μορφή υπόλευκης ταινίας ή νήματος τα οποία μεταφέρουν τις αισθητικές και κινητικές διεγέρσεις μεταξύ εγκεφάλου και νωτιαίου μυελού αφ ενός και τών διαφόρων οργάνων, αφ ετέρου, και πρός… … Dictionary of Greek
συννήθω — Α κλώθω, γνέθω κι εγώ (ενν. μαζί με τη Μοίρα). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + νήθω «γνέθω, κλώθω»] … Dictionary of Greek
ψιλογνέθω — Ν 1. γνέθω σε λεπτό νήμα 2. παροιμ. «όποιος ψιλογνέθει συχνά χοντροφορεί» οι πολύ λεπτολόγοι βγαίνουν συχνά ζημιωμένοι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψιλο * + γνέθω] … Dictionary of Greek
άγνεθος — η, ο, [γνέθω] βλ. άγνεστος … Dictionary of Greek